Δευτέρα, Ιανουαρίου 07, 2013

Η Επαρχία Σερβίων τον 16ο αιώνα μέσα από οθωμανικές πηγές

Συγγραφείς: Κώστας Καμπουρίδης & Γιώργος Σαλακίδης


        Κυρίες και κύριοι, 
επιτρέψτε μου να χαρακτηρίσω πολύ σημαντική για την Κοζάνη και την περιοχή τη σημερινή μέρα για πολλούς λόγους. Εξηγούμαι:
  • ο πρώτος λόγος της ευτυχούς αυτής συγκυρίας: ένα πόνημα δύο εκλεκτών επιστημόνων της πόλης μας, του Κώστα Καμπουρίδη, διδάκτορα Ιστορίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και διευθυντή για πολλά χρόνια των Γενικών Αρχείων του Κράτους στο παράρτημα του νομού Κοζάνης, και του Γιώργου Σαλακίδη, επίκουρου καθηγητή τουρκικής γλώσσας και φιλολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, άγεται στο φως της δημοσιότητας και κλείνει τον κύκλο του. Μόνο όσοι έχουν εργαστεί πάνω αρχειακές πηγές και μάλιστα σε μιαν άλλη γλώσσα ―την τουρκική― και σε ένα εντελώς διαφορετικό από τα γνωστά αλφάβητο ―αυτό της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αραβικής αρχής― μπορούν να κατανοήσουν τον μόχθο και την επιστημοσύνη που υπάρχει πίσω από τις 810 σελίδες του τελικού κειμένου.
  • ο δεύτερος λόγος: η περιοχή μας αξιοποιώντας αποδοτικά τους οικονομικούς και τους ανθρώπινους πόρους της γράφει μόνη της την ιστορία της χωρίς να περιμένει άλλους να το κάνουν γι’ αυτήν. Ανατρέχει στις πηγές, αντλεί από αυτές και καταθέτει την πραγματικότητα που απορρέει από τη μελέτη τους χωρίς τη διαμεσολάβηση άλλων, οι οποίοι μπορεί να φιλτράρουν για τους δικούς τους λόγους ό,τι μπορεί να προκύπτει από την προσπέλασή τους.
  • ο τρίτος λόγος: η τοπική κοινωνία μετέχει κι αυτή με τους φορείς της στην αναζήτηση και ανέλκυση από τα βάθη του χρόνου των πηγών που θα φωτίσουν το ιστορικό της παρελθόν. Ο Σύλλογος Φίλων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης χρηματοδότησε την ερευνητική δραστηριότητα του Κώστα και του Γιώργου και κάλυψε σημαντικό μέρος του εκδοτικού κόστους. Τέτοιες προσπάθειες πρέπει να στηρίζονται και ηθικά αλλά και υλικά από τους φορείς που είναι προς τούτο ταγμένοι καταστατικά.
  • ο τέταρτος λόγος: η πόλη μας γιορτάζει φέτος τα 100 χρόνια από την απελευθέρωσή της και καθώς βρισκόμαστε στο τέλος πια των εορταστικών εκδηλώσεων γι’ αυτό το γεγονός δε θα μπορούσε να βρει καλύτερο τρόπο να το γιορτάσει από το να φωτίσει με την έκδοση αυτή ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της, που φτάνει στις αρχές του 16ου αιώνα.
  • επιτρέψτε μου να προσθέσω και έναν πέμπτο ―πιο προσωπικό αυτή τη φορά― λόγο για τον οποίο δηλώνω σήμερα ευτυχής: από τη θέση του Διευθυντή του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης εκείνη την εποχή ―το 2006, πάνε κιόλας 6 χρόνια― είχα συνεισφέρει και εγώ στο να γίνει ο Σύλλογος Φίλων Βιβλιοθήκης μαζί με τη Ματίνα, τον Φάνη, τον Αργύρη, τον Τάκη και άλλους και είχα την ιδέα να χρηματοδοτηθούν από τον Σύλλογο ερευνητικές δραστηριότητες σαν αυτήν στα οθωμανικά αρχεία της Κωνσταντινούπολης, του Μοναστηρίου και της Σόφιας. Βοήθησε κι ο συντοπίτης μας ―υπουργός τότε Μακεδονίας και Θράκης― Νίκος Τσιαρτσιώνης με σχετική χρηματοδότηση. Καταφέραμε το ένα από αυτά, να αξιοποιήσουμε το αρχείο της Κωνσταντινούπολης· δεν είναι και λίγο. 
Πριν έρθουμε στο βιβλίο που έχουμε μπροστά μας, ας δούμε πώς αυτό προέκυψε. Είναι καταρχάς αποτέλεσμα αρχειακής έρευνας. Όπως καλύτερα από μένα ξέρουν και θα μας πουν ―υποθέτω― οι δύο συγγραφείς, τα Αρχεία είναι χώροι όπου φυλάσσονται τεκμήρια κάποιων παλιότερων εποχών τα οποία έπαψαν πια να έχουν λειτουργική αξία. Όλα τα σοβαρά κράτη έχουν καλά οργανωμένα αρχεία, για να μπορούν οι μελετητές να ανατρέχουν σ’ αυτά και να βρίσκουν ό,τι τους ενδιαφέρει να μελετήσουν. Τα Αρχεία φυλάνε τα τεκμήρια μόνο για έναν σκοπό: για να τα αναζητήσει κάποιος ερευνητής και να τα αξιοποιήσει. Στα Αρχεία λοιπόν της Πρωθυπουργίας της Κωνσταντινούπολης ανέτρεξαν οι δύο ερευνητές και βρήκαν έναν πραγματικό θησαυρό: ένα φορολογικό κατάστιχο, από αυτά που οι Οθωμανοί συνέτασσαν μετά την κατάκτηση μιας περιοχής· είναι τα γνωστά ως Tapu Tahrir Deftererli, το οποίο αποτέλεσε τη βασική πηγή για τη συγγραφή της μελέτης τους. 
Εύγε, λοιπόν, και σ’ αυτούς το αναζήτησαν και το βρήκαν αλλά και σε εκείνους που τους το είχαν φυλαγμένο, τους σημερινούς Τούρκους, τους απογόνους των Οθωμανών, οι οποίοι αποφάσισαν να θέτουν στο εξής υπόψη όλων των μελετητών οποθενδήποτε προερχομένων το τεράστιο αρχείο που αφορά την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τη μελέτη αυτή μόνο κερδισμένοι θα βγουν και οι ίδιοι αλλά και όσοι μελετήσουν τον πολύ σημαντικό αυτό αρχειακό πλούτο. Έτσι πρέπει να κάνουμε και εμείς με τα δικά μας αρχεία, τα οποία δυστυχώς στη Δημοτική μας Βιβλιοθήκη διατηρούνται πιο πολύ ως φυλακισμένα παρά ως φυλασσόμενα. Πρέπει να πω και τον καημό μου σήμερα: δεν κατάφερα να πείσω κατά το πέρασμά μου από το ΙΝΒΑ τους υπεύθυνους της Βιβλιοθήκης, με τους οποίους συστεγαζόμασταν, να προσελκύσουν με την πολιτική τους ερευνητές που θα αξιοποιήσουν το αρχειακό υλικό της Βιβλιοθήκης, ούτε καν το ψηφιοποιημένο, για το οποίο είχαν αναλάβει και σχετική συμβατική υποχρέωση προς την Κοινωνία της Πληροφορίας.
Και τι μαθαίνουμε ξεφυλλίζοντας στην αρχή και μελετώντας στη συνέχεια το βιβλίο των Καμπουρίδη & Σαλακίδη; Πάρα πολλά πράγματα· θα προσπαθήσω να σας αναφέρω κάποια ακροθιγώς, περισσότερο για να ερεθίσω τη διάθεσή σας να ανατρέξετε και να ενημερωθείτε διεξοδικότερα οι ίδιοι. 
Τα φορολογικά κατάστιχα, τα tapu tahrir deftererli, τα οποία ανανεώνονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα αποτυπώνουν με εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής ακρίβεια τη διοικητική, οικονομική αλλά και την κοινωνική κατάσταση της απογραφόμενης περιοχής. Οι οικισμοί και οι κοινότητες ενός vilayet ή sancak, τοπωνύμια αλλά και μικροτοπωνύμια, οι φόροι τους οποίους κατέβαλλαν οι υπήκοοι της περιοχής στην Υψηλή Πύλη ―χριστιανοί και μουσουλμάνοι, τα ονόματα των επικεφαλής των φορολογούμενων οικογενειών (των hane) είναι κάποια από τα στοιχεία που βρίσκει κανείς στα πολύτιμα αυτά κείμενα, στα φορολογικά τεφτέρια. Από την ενδελεχή μελέτη των φορολογικών καταστίχων οι ιστορικοί ερευνητές μπορούν να οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα για τη γεωγραφία μιας περιοχής, την οικονομική κατάσταση των πληθυσμών, τις δημογραφικές τάσεις της περιόδου, αλλά και τη μελέτη σημαντικών θεσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως το σύστημα απονομής τιμαρίων, την ύπαρξη βακουφίων κ.λπ. 
Το κατάστιχο το οποίο βρήκαν και επεξεργάστηκαν οι συνάδελφοι Καμπουρίδης & Σαλακίδης έχει τον κωδικό αριθμό ΤΤ 986 και χρονολογείται στα έτη 1498 - 1502. Ο κώδικας αυτός αποτελεί το πρωιμότερο οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο που σώζεται για την περιοχή Σερβίων και Κοζάνης. Γι’ αυτόν τον λόγο και οι ερευνητές προχώρησαν στην πλήρη μεταγραφή και έκδοσή του, καθώς πρόκειται για ένα γραπτό τεκμήριο σημαντικό τόσο από ιστορική όσο και από γλωσσολογική και παλαιογραφική άποψη.  Παράλληλα οι ερευνητές αξιοποίησαν πληροφορίες και από άλλα σωζόμενα φορολογικά κατάστιχα που καλύπτουν όλο τον 16ο αιώνα, ώστε να δοθεί μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για την περιοχή των Σερβίων κατά τη λεγόμενη χρυσή εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Να τώρα μια γενική εικόνα του βιβλίου με τα περιεχόμενά του. Η εργασία αποτελείται από τρία βασικά μέρη: Οι πρώτες 400 σελίδες αποτελούν μιαν εκτενέστατη και πολύ κατατοπιστική Εισαγωγή, για να κατανοηθεί το δεύτερο μέρος, που είναι το καθαυτό κείμενο του κώδικα ΤΤ 986, το οποίο περιλαμβάνει τα περιεχόμενα του κώδικα, τη μεταγραφή- μετάφρασή του, πανομοιότυπα του κώδικα και ευρετήριό του. Το τρίτο μέρος συνιστούν τέσσερις χρησιμότατοι πίνακες: τοπωνυμίων, δημογραφίας, προσόδου και τιμαρίων.
Η κοινωνία και η διοικητική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 16ο μάλιστα αιώνα διαφέρουν ριζικά από ό,τι θεωρούμε εμείς σήμερα κράτος και δημόσια διοίκηση. Έτσι δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί το περιεχόμενο του εκδιδόμενου κώδικα, αν δεν κατανοηθεί πρώτα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως δομή και οργάνωση. Σ’ αυτό ακριβώς οι συγγραφείς ―και καλώς― αφιέρωσαν μεγάλο μέρος του βιβλίου τους. Αρχίζουν με ένα κατατοπιστικό κεφάλαιο, που δίνει το ιστορικό περίγραμμα της οθωμανικής κατάκτησης της επαρχίας Σερβίων, όπου πληροφορούμαστε ότι τα Σέρβια καταλαμβάνονται πιθανότατα το 1426 και κατά πάσα πιθανότητα με υποταγή, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι καμιά χριστιανική εκκλησία των Σερβίων δεν μετατράπηκε σε τζαμί. 
Στη συνέχεια οι συγγραφείς μάς βάζουν κατευθείαν «στα βαθιά», στον τύπο των πηγών από όπου αντλούν το υλικό τους, τα tahrir deftererli, και τα θέματα της χρονολόγησής τους. Η καταγραφή των πλουτοπαραγωγικών πηγών των εδαφών που κατακτούσε η οθωμανική αυτοκρατορία ―βλέπετε οι Οθωμανοί ήταν πρακτικοί άνθρωποι― ήταν για το κράτος μια απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια του την ύπαρξη. Του εξασφάλιζε τους πόρους για το απολύτως απαραίτητο στρατιωτικό σώμα των ιππέων (των σπαχήδων) μέσα από το τιμαριωτικό σύστημα, το μοίρασμα δηλαδή προσόδων/φόρων σ’ αυτούς έναντι των στρατιωτικών τους υπηρεσιών. Το τιμαριωτικό σύστημα είχε διπλό όφελος για το κράτος: και αντάμειβε τους αξιωματούχους για τις υπηρεσίες τους και έθετε συγχρόνως τους υπηκόους ―μουσουλμάνους και μη― υπό έλεγχο παραχωρώντας διοικητικά αλλά και αστυνομικά καθήκοντα στους τιμαριούχους. 
Η καταγραφή αυτών των πηγών εσόδων είχε ως αποτέλεσμα να σώζονται σήμερα πάνω από χίλια πεντακόσια τέτοια κατάστιχα απογραφής (tapu tahrir defterleri), τα οποία αποτελούν μια από τις σημαντικότερες πηγές της οθωμανικής ιστορίας του 15ου και 16ου αιώνα όχι μόνο από διοικητική και στρατιωτική, αλλά και από κοινωνική, οικονομική και δημογραφική άποψη. 
Το υλικό αυτό αποτελεί αυτό που λέμε αυθεντική πηγή για την ιστορία· ο απογραφέας του πληθυσμού και των προσόδων που μπορούσε να λάβει από αυτόν το κράτος είχε μόνο αυτόν το σκοπό: την πλήρη και ακριβή καταγραφή. Δεν είχε καμία άλλη σκοπιμότητα, που πιθανόν θα είχε κάποιος, π.χ. εν διατεταγμένη υπηρεσία διατελών περιηγητής, που θα έγραφε για τη σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής εκείνη την εποχή. Θα είχε κάθε λόγο να πει αν ήταν λίγοι ή πολλοί οι χριστιανοί ―αν αυτό τον εξυπηρετούσε, αν από τα ονόματά τους προκύπτει η άλφα ή η βήτα εθνική καταγωγή ―αν αυτή ήταν κατά βάθος η πρόθεση της έρευνάς του― και άλλα τέτοια που συναντούμε σε τέτοιου είδους περιγραφές. Κλείνω την παρένθεση αυτή.
Κατά την περίοδο που εξετάζει η ανά χείρας μελέτη, ο 16ος αιώνας, στην οθωμανική αυτοκρατορία η γη που βρισκόταν εκτός οικιστικού πλέγματος ανήκε, με κάποιες εξαιρέσεις, στο κράτος. Οι αγρότες είχαν μόνο τη νομή της γης που καλλιεργούσαν. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα την άφηναν να χερσώσει και θα ήταν συνεπείς στις φορολογικές και άλλες τους υποχρεώσεις, την κατείχαν ισόβια και μπορούσαν να την μεταβιβάσουν στα παιδιά τους. Έτσι, ο όρος tapu σημαίνει την κατοχή από κάποιον αγρότη, οθωμανό υπήκοο, ενός κομματιού κρατικής γης, ο οποίος υποχρεούται να καταβάλει συγκεκριμένους φόρους στον εκάστοτε φοροεισπράκτορα. Αποδέκτης του φόρου ήταν κάποιος που είχε τη συγκεκριμένη περιοχή ως τιμάριο, ζεαμέτι ή χάσι, η κλίμακα είναι ανιούσα με μικρότερο το τιμάριο. Έτσι ο όρος tapu tahrir defterleri σημαίνει την καταγραφή των πηγών εσόδων μιας περιοχής, προκειμένου να γίνει κατανομή των εσόδων αυτών στους δικαιούχους. Τον 15ο και τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αυτών δινόταν με τη μορφή τιμαρίων σε σπαχήδες, δηλαδή ιππείς του οθωμανικού στρατού, ενώ ένα μικρότερο μέρος δινόταν σε φύλακες κάστρων και άλλους. Ένα σημαντικό μέρος των εσόδων προοριζόταν για την κάλυψη μεγάλων βακουφιών της αυτοκρατορικής οικογένειας, ενώ ένα άλλο προοριζόταν για τον ίδιο τον σουλτάνο, για μέλη της αυλής του καθώς και για επαρχιακούς διοικητές, όπως ο μπεηλέρμπεης και ο σαντζάκμπεης.
Κατά τα τέλη του 16ου αιώνα το τιμαριωτικό σύστημα, δηλαδή η εκχώρηση φορολογικών εσόδων έναντι στρατιωτικής υπηρεσίας, περιέπεσε σε παρακμή. Τη θέση των σπαχήδων, των ιππέων, πήραν οι γενίτσαροι που έφεραν πυροβόλα όπλα. Έτσι το κράτος δε χρειάζονταν πλέον τους σπαχήδες, άρα δε διένειμε τα έσοδά του σε τιμάρια, αλλά συγκέντρωνε τους φόρους για την κεντρική διοίκηση. Πολύ καλά απεικονίζεται αυτό στο τελευταίο απογραφικό κατάστιχο (ΤΤ 720, του 1613) για την περιοχή Σερβίων και Κοζάνης, που καταγράφεται πλέον ως χάσι του σουλτάνου, ενώ στα προηγούμενα κατάστιχα ήταν παραχωρημένη σε τιμαριούχους και ζαΐμηδες. Ένας άλλος, σταδιακά όλο και περισσότερο εφαρμοζόμενος, τρόπος για να συγκεντρώσει η κεντρική διοίκηση τη φορολογία από τις επαρχίες ήταν η εκμίσθωση των κρατικών πηγών εσόδων σε πλειοδότες.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο κανονισμός (kanunname) για τον τρόπο φορολόγησης, ο οποίος προηγείται της απογραφής στο φορολογικό μας κατάστιχο. Να ένα μικρό απόσπασμα: «Κανονισμός των φόρων του παζαριού της πόλης των Σερβίων. Λαμβάνονται δύο άσπρα για κάθε φόρτωμα αλόγου που έρχεται στο παζάρι από τα εξής προϊόντα: μέλι, λίπος, ψάρια, αλάτι, καρύδια, μαροκινά δέρματα, λινά και βαμβακερά υφάσματα, κάστανα, τυρί, λινάρι, βαμβάκι, κεμπές, σίδηρος, πέταλα και καρφιά. Για το αλεύρι, το σιτάρι και το κριθάρι λαμβάνεται ένα άσπρο το φόρτωμα. [...] Για τα νωπά οπωρικά λαμβάνεται ένα άσπρο το φόρτωμα. [...] Για το τομάρι νεροβούβαλου λαμβάνονται δύο άσπρα, ενώ για το ένα τομάρι βοδιού λαμβάνεται ένα άσπρο. [...] Κι όταν έρχονται σανίδες σε φορτώματα αλόγου, λαμβάνεται μια σανίδα από κάθε φόρτωμα. Κι από κάθε φόρτωμα δαδιών λαμβάνεται ένα δαδί. [...] Κι όταν σφάζονται βόδια, λαμβάνονται δύο άσπρα το βόδι. [...] Κι όταν πουλιέται βόδι με το τομάρι του, λαμβάνεται ένα άσπρο από τον πωλητή και ένα από τον αγοραστή [...]». Είναι μια λεπτομερής περιγραφή για όλες τις εμπορικές και γεωργικές δραστηριότητες που υπόκεινται σε φορολόγηση. Μια πλήρης, λοιπόν, εικόνα των αγαθών και υπηρεσιών που διακινούνταν στο τμήμα αυτό της Αυτοκρατορίας προκύπτει από την απλή ανάγνωση αυτού και μόνου του κανονισμού. Όσον αφορά τις ποσότητες και την κατανομή αυτών των δραστηριοτήτων, αυτά φαίνονται στη συνέχεια καθαρά σε κάθε απογραφόμενο οικισμό.
Ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο είναι αυτό που ακολουθεί και δίνει τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της επαρχίας Σερβίων τον 16ο αιώνα. Στο κεφάλαιο αυτό οι συγγραφείς μετά από ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που προκύπτουν από τον κώδικα μας έδωσαν αναλυτικές πληροφορίες:
α. για την εμφάνιση, την εξέλιξη και τα δημογραφικά των χριστιανικών οικισμών της επαρχίας Σερβίων. Εδώ αξιοποίησαν και μια σημαντική εκκλησιαστική πηγή που βοηθάει στο θέμα των χριστιανικών τοπωνυμίων, τον γνωστό και πολυσυζητημένο κώδικα αρ. 201 της Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος της Ζάμπορντας. Πρόκειται για μια εκκλησιαστική Παρρησία, ένα βιβλίο στο οποίο γράφονταν τα ονόματα όσων έδιναν κάποιο βοήθημα στη Μονή και σε αντάλλαγμα μνημονεύονταν από τους μοναχούς για τη σωτηρία της ψυχής τους. Τα βαπτιστικά ονόματα στον κώδικα αυτόν είναι καταχωρημένα κατά εκκλησιαστικές περιφέρειες, που εκτείνονται από τη Θεσσαλία ως την Ήπειρο και την Αλβανία (φυσικά περιλαμβάνεται και η επαρχία των Σερβίων), γεγονός που βοηθάει στην ταύτιση των ονομάτων των οικισμών που αναφέρονται στο φορολογικό κατάστιχο.
Να ένα παράδειγμα που δείχνει 3 από τους 60 οικισμούς του ΤΤ 986:
Εδώ μπορεί να δει κανείς ότι η Αιανή, π.χ., είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την Κοζάνη στον Κώδικα που παρουσιάζουμε, ενώ 100 χρόνια αργότερα μόλις διπλάσια σε μέγεθος φορολογούμενων οικογενειών, καθώς η Κοζάνη περίπου διπλασιάζεται ενώ η Αιανή χάνει 100 οικογένειες. Η πόλη των Σερβίων για 100 χρόνια έχει σταθερό αριθμό φορολογούμενων οικογενειών. Από μια απλή ματιά σε ολόκληρο τον πίνακα βλέπει κανείς πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και διακρίνει τη μεγάλη κινητικότητα ή και ρευστότητα ακόμα του πληθυσμού την εποχή εκείνη.  
β. για τους μουσουλμανικούς οικισμούς στην περιοχή αυτή τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, διότι, αν εξαιρέσουμε την πόλη των Σερβίων και τις Αυλές, όπου έχουμε μόνιμα εγκατεστημένους μουσουλμάνους, οι υπόλοιποι οικισμοί φαίνεται ότι συγκροτήθηκαν, αρχικά τουλάχιστον, από νομάδες ή ημινομάδες μουσουλμάνους, κυρίως Γιουρούκους, μια ειδική κατηγορία ανθρώπων οι οποίοι ήταν κυρίως νομάδες κτηνοτρόφοι και προσέφεραν αναγκαστικές υπηρεσίες στον στρατό. Γύρω στο 1500 οι μουσουλμάνοι της επαρχίας Σερβίων είναι εγκατεστημένοι σε δύο περιοχές, εκ των οποίων η μία βρίσκεται ανατολικά της Κοζάνης μεταξύ των δρόμων που οδηγούν ο ένας για τη Βέροια και ο άλλος για τα Σέρβια και αργότερα θα αποτελέσει ξεχωριστό καζά, τον γνωστό ως Eğri Bucak και η άλλη βρίσκεται νότια και νοτιοανατολικά της Κοζάνης, περίπου μεταξύ των δρόμων που οδηγούν ο ένας προς τα Σέρβια και ο άλλος προς την Αιανή και αργότερα θα αποτελέσει ξεχωριστό καζά, τον γνωστό ως Çarşamba.
Στους χριστιανικούς οικισμούς έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους μόνιμα εγκατεστημένους, που ασχολούνται με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και εν μέρει τη βιοτεχνία. Παράγουν λοιπόν και φορολογούνται από το κράτος, ώστε υπάρχει λόγος να καταγραφούν όλοι στα φορολογικά κατάστιχα. Αντιθέτως, με τους μουσουλμανικούς οικισμούς των περιοχών αυτών έχουμε να κάνουμε, αρχικά τουλάχιστον, με νομαδικούς πληθυσμούς που ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την κτηνοτροφία και υπηρετούν στον οθωμανικό στρατό. Οι φόροι όμως για τα ζώα, τουλάχιστον στη δική μας περίπτωση, φαίνεται ότι καταγράφονται σε διαφορετικά κατάστιχα, γι’ αυτό και δεν βλέπουμε μουσουλμάνους ούτε στους χριστιανικούς ούτε στους μουσουλμανικούς οικισμούς. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπήρχαν άλλοι τέτοιοι πληθυσμοί στην περιοχή· απλώς δεν ενδιέφεραν τον φορολογικό απογραφέα, ο οποίος δεν έκανε γενική γενική απογραφή του πληθυσμού, αλλά ad hoc, για φορολογική χρήση. 
Το επόμενο πολύ σημαντικό κεφάλαιο είναι μια πλήρης καταγραφή των χριστιανικών και μουσουλμανικών οικισμών της επαρχίας τον 16ο αιώνα. Είναι και εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά και πολύ δύσκολο να γνωρίζει κανείς την οικιστική γεωγραφία μιας περιοχής πριν από μισή χιλιετία περίπου, ιδιαίτερα όταν αυτή βρίσκεται στη βαλκανική χερσόνησο. Ένα μέρος της δυσκολίας έγκειται στο γεγονός ότι όλα τα Βαλκάνια υπήρξαν μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά όμως είναι ακριβώς οι οθωμανικές πηγές που μας παρέχουν σήμερα τη δυνατότητα να αναζητήσουμε τέτοιες πληροφορίες για ένα τόσο μακρινό παρελθόν. Έτσι είμαστε κι εμείς τυχεροί να έχουμε στα χέρια μας μερικές πολύ αξιόπιστες πηγές, που μας δίνουν μια σχετικά καθαρή εικόνα για την οικιστική ιστορία της περιοχής των Σερβίων στο γύρισμα του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή Σερβίων ανήκε διοικητικά στον καζά της Βέροιας. 
Το κεφάλαιο αυτό ―θα μου επιτρέψετε να το πω― είναι η χαρά του γλωσσολόγου και ειδικά αυτού που ασχολείται με τα τοπωνύμια. Αυτό που κάνει εντύπωση όταν διαβάζει κανείς τα τοπωνύμια, τόσο τα χριστιανικά όσο και τα μουσουλμανικά, είναι ότι ακόμη και σήμερα, εκατό περίπου χρόνια μετά την επίσημη μετονομασία των οικισμών, τα παλιά ονόματα επιμένουν να διατηρούν το «δικαίωμα στη μνήμη». Το ζήτημα των μετονομασιών είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και σημαντικό, για να αποτελέσει πεδίο ιδιαίτερης έρευνας. Αν κάποιος που δεν κατάγεται από την περιοχή των Σερβίων και της Κοζάνης διαβάσει τα τοπωνύμια που οι κάτοικοι της περιοχής επί αιώνες χρησιμοποίησαν και στη συνέχεια επισκεφθεί την περιοχή, θα μείνει έκπληκτος από το πόσο λίγα από αυτά υπάρχουν ακόμη στις πινακίδες που καλωσορίζουν τον επισκέπτη σε κάθε οικισμό. Από τους 120 περίπου οικισμούς που απαντούν σε όλο τον 16ο αιώνα μόνο 15 έχουν διατηρήσει ένα όνομα που θυμίζει αυτό που χρησιμοποιούσαν επί αιώνες οι κάτοικοί τους.
Μετά τα δημογραφικά και τοπωνυμικά ζητήματα, που ορίζουν το τοπίο έρευνας, ακολουθούν δύο αλληλοσυνδεόμενα κεφάλαια, που αφορούν το ένα τις οικονομικές πραγματικότητες και τις φορολογικές πρακτικές στη μελετώμενη επαρχία και  το άλλο το τιμαριωτικό σύστημα.
Στο πρώτο από αυτά διαβάζουμε για τα είδη των φορολογικών προσόδων, των φόρων δηλ. που πλήρωναν οι κάτοικοι την εποχή εκείνη. Κι αυτοί είναι τριών ειδών: προσωπικοί φόροι, διαφορετικοί των χριστιανών από αυτούς των μουσουλμάνων (τακτικοί και έκτακτοι), οι φόροι επί των αγροτικών δραστηριοτήτων (δεκάτη επί των παραγόμενων προϊόντων και φόροι για την αμπελοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία) και φόροι επί ιδιωτικών επιχειρήσεων που έβγαζαν κέρδος (μύλοι, βιοτεχνίες παραγωγής κεραμιδιών, κεριών κ.λπ.).
Κι εδώ το κέρδος από τη μελέτη του καταστίχου είναι πολύ μεγάλο, καθώς παρελαύνει από αυτό όλη η παραγωγική δραστηριότητα της περιοχής. Μαθαίνουμε, για παράδειγμα, ότι επιβάλλονταν δεκάτη για τα εξής προϊόντα ή δραστηριότητες: δημητριακά, όσπρια, λαχανόκηπους και οπωρικά, αμπέλια, κυψέλες, υφαντουργικά προϊόντα, φόροι στην κτηνοτροφία, σε ιδιόκτητες επιχειρήσεις, περιστασιακοί φόροι,  φόροι στο εμπόριο και τις μεταφορές. Αλλά και φορολογικές απαλλαγές υπήρχαν, οι οποίες δίνονταν σε όσους πρόσφεραν ιδιαίτερα σημαντικές υπηρεσίες, όπως π.χ. στους φύλακες στενωπών (γνωστούς ως δερβεντζήδες), στους επιδιορθωτές δρόμων, υδραγωγείων και γεφυριών ή στους προμηθευτές αλατιού και νιτρικού καλίου, βασικού υλικού για την κατασκευή της πυρίτιδας.
Και ποιοι απολάμβαναν όλους αυτούς τους φόρους που πλήρωναν οι φορολογούμενοι της εποχής; Ένα μεγάλο μέρος του, όπως προείπα, οι τιμαριούχοι. Στους Οθωμανούς η γη χωρίστηκε σε τρεις βασικές κατηγορίες: στη γη που ανήκε στο κράτος και ήταν δημόσια (το 1528 υπολογίστηκε στο 87% του συνόλου των γαιών), στην ιδιόκτητη και σε εκείνη που ανήκε σε βακούφια. Η κυριότητα της δημόσιας γης ανήκε στο ίδιο το κράτος, ενώ η νομή της μπορούσε να παραχωρηθεί σε ιδιώτες. Η κυριότητα και η νομή της βακουφικής και της ιδιόκτητης γης ανήκε εξ ολοκλήρου σε ιδιώτες. 
Στο οθωμανικό κράτος η δημόσια γη, η οποία  βρισκόταν κάτω από την απόλυτη εξουσία του Σουλτάνου, ήταν αντικείμενο διαχείρισης μέσα στο πλαίσιο του τιμαριωτικού συστήματος, ενός από τους βασικούς θεσμούς του κράτους, λόγω της σημασίας που είχε για την αγροτική, κοινωνική αλλά, ιδίως, για το στρατιωτικό και φορολογικό σύστημα. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, το οθωμανικό κράτος, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών, καθορισμένων καθηκόντων και υποχρεώσεων, παραχωρούσε τη δημόσια γη, ανάλογα με το μέγεθος των ετήσιων εσόδων της, ως χάσια (has), που υπερέβαιναν τα 100.000 άσπρα, ως ζεαμέτια (ze‘amet), από 20.000 έως 100.000 άσπρα, ή ως τιμάρια (timar) μέχρι 20.000 άσπρα. Τα χάσια ήταν δυο ειδών: τα αυτοκρατορικά έσοδα ή αυτοκρατορικές κτήσεις, που ανήκαν στον Σουλτάνο αλλά στην πραγματικότητα στο δημόσιο θησαυροφυλάκιο, και τα χάσια των βεζίρηδων και των ανώτερων αξιωματούχων, που προορίζονταν για τα μέλη της κυβέρνησης και τους επαρχιακούς κυβερνήτες.
Έτσι ακριβώς συνέβη και με τη δική μας περιοχή: στα περιεχόμενα του κώδικα μπορεί να δει κανείς μετά τον κανονισμό φορολογίας, στον οποίο αναφέρθηκα ήδη, ότι όλη η Επαρχία Σερβίων είχε μοιραστεί σε 7 ζεαμέτια για υψηλόβαθμους και σε 49 τιμάρια για κατώτερους αξιωματούχους.
Τα δύο τελευταία κεφάλαια της εκτενούς εισαγωγής αφορούν ζητήματα μεταγραφής του κώδικα από τα οθωμανικά σε λατινική γραφή, που είναι η σύγχρονη τουρκική γραφή, και περιλαμβάνουν έναν πλήρη κατάλογο των ανθρωπωνυμίων που απαντούν στον κώδικα. Για τους ερευνητές η ανάγνωση των φορολογικών καταστίχων τα οποία είναι γραμμένα στα οθωμανικά δεν είναι καθόλου εύκολη. Κι αυτό διότι στα οθωμανικά γράφονται πρωτίστως τα σύμφωνα και όχι τα φωνήεντα. Στα κατάστιχα απογραφής (tahrir defterleri) χρησιμοποιείται ένα είδος αραβικής γραφής που είναι πολύ δύσκολη στην ανάγνωσή της. Ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της γραφής αυτής είναι ότι τις περισσότερες φορές οι τελείες με τις οποίες πολλά αραβικά γράμματα διαχωρίζονται μεταξύ τους δεν σημειώνονται από τον γραφέα. Η δυσκολία είναι ακόμα μεγαλύτερη, όταν πρέπει να διαβαστεί ένα μη μουσουλμανικό κύριο όνομα ή τοπωνύμιο. Είναι αδύνατο για έναν ερευνητή να μην κάνει λάθη, όταν μεταγράφει ονόματα, καθώς μεταξύ των συμφώνων μπορεί να υποθέσει όποιο φωνήεν του ταιριάζει. Κι αν συμβαίνει να γνωρίζει ονοματολογικά την περιοχή είτε εξ ιδίων είτε μέσω της βιβλιογραφίας, τότε μπορεί να εικάσει με βεβαιότητα. Αν όμως ένα όνομα είτε δεν το ξέρει ο ίδιος είτε δεν απαντά σε κάποια γνωστή σ’ αυτόν πηγή, τότε είναι πολύ πιθανόν να μην το αποδώσει σωστά. Το ότι τα ονόματα αυτά είναι πλέον δημοσιευμένα δίνει τη δυνατότητα αποκατάστασης σε όποιον δει να μην εμφανίζεται σωστά στο βιβλίο κάποιο όνομα που το ξέρει· αλλά και όσοι είναι καλύτεροι γνώστες των τοπικών ιδιαιτεροτήτων σε ό,τι αφορά τα ονόματα μπορούν να βοηθήσουν, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες διορθώσεις στα λάθη τα οποία προκύπτουν κατά την ανάγνωση. 
Οι συγγραφείς, παρότι γνωρίζουν ότι διακινδυνεύουν να μην αποδώσουν σωστά όλα τα ονόματα, λόγω της εξαιρετικής σημασίας των ανθρωπωνυμίων από πολλές απόψεις, αποφάσισαν να συντάξουν ένα αλφαβητικό ευρετήριο αυτών μόνον που απαντούν στο κατάστιχο ΤΤ 986, του οποίου εκδίδεται εξ ολοκλήρου το τμήμα που αφορά την επαρχία των Σερβίων. Περιττό να αναφέρω ότι και το τμήμα αυτό της εργασίας αποτελεί άλλο ένα κομμάτι-χαρά του γλωσσολόγου που ασχολείται με την ονοματολογία της περιοχής.
Η μελέτη των συναδέλφων Καμπουρίδη & Σαλακίδη θα μπορούσε εδώ να ολοκληρωθεί, καθώς μας δίνουν μια συνολική εικόνα αυτού που διάβασαν και άντλησαν κυρίως από τον κώδικα ΤΤ 986 αλλά και από τους άλλους που είδαν συμπληρωματικά. Αποφάσισαν όμως να κάνουν άλλη μια πολύ σημαντική αλλά εξαιρετικά χρονοβόρα και απαιτητική δουλειά, που εκτείνεται στις υπόλοιπες 400 σελίδες του βιβλίου τους: ι) να μεταγράψουν και να μεταφράσουν όλο τον κώδικα. Η διπλωματική έκδοση του κώδικα δίνει σε όποιον επιθυμεί τη δυνατότητα να διαβάσει πρωτογενώς την ίδια την πηγή και να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, και ιι) να συντάξουν τέσσερις χρησιμότατους πίνακες. 
Θα σας τα δείξω σύντομα με τη σειρά:
α. Στη μορφή του κώδικα όπως τον πήραν από τα αρχεία της Κωνσταντινούπολης οι σελίδες 126-127 αναφέρονται στο χωρίον Κοζάνη, που δόθηκε ως τιμάριο σε δύο τιμαριούχους, στον ιππέα Yusuf και στον σαμαρά Nasuh, με βεράτιο του Mustafa Pasa. Οι σχετικές εγγραφές στον κώδικα είναι εδώ:



Αυτά που γράφονται στα οθωμανικά στις δύο αυτές σελίδες μεταγράφτηκαν στα σύγχρονα τουρκικά από τους συγγραφείς και μεταφράστηκαν ως εξής:



Εδώ φαίνεται μεταγραμμένο και μεταφρασμένο μόνο το τιμάριο του ιππέα Yusuf. Βλέπουμε τα ονόματα των αρχηγών των εστιών που φορολογούνται και στη συνέχεια το σύνολο των προσδοκώμενων προσόδων, π.χ. από σιτάρι 1500 άσπρα, από βρώμη 30, από κουκούλια μεταξιού 23, από τη δεκάτη αμπελιών 893, από φόρο κυψελών 13 και από φόρο «τοποτηρητείας», δηλ. φόρο για ποινικά αδικήματα, και από φόρο γάμου συνολικά 140 άσπρα.
Τέλος, μια ακόμα πολύ σημαντική συνεισφορά για όποιον θέλει να έχει εύκολα συγκεντρωμένη πληροφορία είναι οι πίνακες. Είναι μια πολύ χρονοβόρα εργασία για τον ερευνητή αλλά έτοιμη δουλειά για αυτόν που ανατρέχει στη μελέτη αυτή για να βρει επεξεργασμένη πληροφορία. Οι πίνακες είναι τεσσάρων ειδών:

α. τοπωνυμίων

β. δημογραφίας

γ. προσόδου

δ. τιμαρίων

Κυρίες και κύριοι, 
η μελέτη των Κώστα Καμπουρίδη και Γιώργου Σαλακίδη, που σήμερα παρουσιάζουμε, έχει πολλαπλά οφέλη και για πολλούς, όπως αδρομερώς προσπάθησα να δείξω: φωτίζει την ιστορική δημογραφία της περιοχής (δημιουργία και εγκατάλειψη οικισμών, αυξομείωση του πληθυσμού τους, εθνολογική και θρησκευτική σύνθεση του πληθυσμού τους), ρίχνει φως στην οικονομική ιστορία της περιοχής (ποιες οι ασχολίες των κατοίκων, ποιος ο παραγωγικός ιστός της περιοχής, το κατά κεφαλήν μέσο εισόδημα, οι φοροδοτική ικανότητα των εστιών, των εργένηδων, των χηρών), αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα για τη γλωσσολογική έρευνα σε επίπεδο ονοματολογίας (τοπωνύμια, ανθρωπωνύμια), μπορεί να αποτελέσει την πρώτη πηγή ιστορίας για πολλούς ιστορικούς που θα θελήσουν να μιλήσουν για τη γένεση κάποιας νεότερης πόλης ή χωριού της περιοχής. 
Αυτή είναι, τελικώς, η χρησιμότητα της μελέτης των πηγών: έχει κανείς τη χαρά να βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με την ιστορία, χωρίς τη διαμεσολάβηση κανενός. Μπορεί ο ίδιος να διαπιστώσει και να αποδείξει χωρίς ιδεοληψίες αν υπήρχαν, για παράδειγμα, ή όχι Εβραίοι σε μια περιοχή ―γιατί πώς αλλιώς θα δικαιολογήσει την ύπαρξη εβραϊκών ονομάτων ανάμεσα στους αρχηγούς των οικογενειών; Με τον τρόπο αυτό δε θα συμμετέχει σε μιαν ανούσια αντιπαράθεση ιδεολογικών θέσεων, όπου ο καθένας κάνει την επιθυμία ή την προκατάληψή του ιστορική «αλήθεια» ―αλλά σε εισαγωγικά. 
Ο μελετητής των πρωτογενών πηγών συχνά βέβαια βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα: αν από τις πηγές που μελετάει προκύπτει κάτι που ―υποτίθεται― θίγει ή και αντιστρέφει την ως τώρα παραδεδεγμένη ιστορική αλήθεια, τι κάνει; το δημοσιοποιεί ή το αποκρύπτει; Γιατί, δυστυχώς, μάθαμε την ιστορία να θέλουμε να τη βλέπουμε ελληνοκεντρικά ―όπως άλλωστε κι οι περισσότεροι άλλοι λαοί. Γι’ αυτό κι αναγκαζόμαστε να την ξαναζήσουμε. Εδώ, επομένως, η δοκιμασία του είναι μεγάλη, γιατί πρέπει να αναμετρηθεί με την αλήθεια κι εκείνο που υποτίθεται ότι «βολεύει» ή «εξυπηρετεί». Η απόφασή του εξαρτάται από τον σεβασμό που τρέφει ό ίδιος προς την ιστορία και τα τεκμήριά της και από τον αυτοσεβασμό του ως επιστήμονα-ερευνητή. Για μένα, πάντως, την απάντηση την έχει δώσει προ πολλού ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός: «Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».

βλ. το αρχείο της παρουσίασης και το ηχητικό της μέρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...